Και έρχεται μια Κυριακή,
που ξυπνάω μόνος από τις εννιά,
κάνω τον σκέτο, παγωμένο μου καφέ
και καπνίζοντας μισό πακέτο τσιγάρα μπροστά στον υπολογιστή,
ακούω Καγιαλόγλου επανειλλημένα.
Πήγε ένδεκα και θέλω να ξαναπέσω για ύπνο,
αφού απόλαυσα το μοναχικό κυριακάτικο πρωινό μου..
Δεν έχω και κάτι σπέσιαλ να κάνω εξάλλου.
Όταν ήμουν πολύ μικρός, με πρήζανε να σηκωθώ να πάω στην Εκκλησία.
Μεγαλώνοντας, είχα να ξυπνήσω να πάω στους Προσκόπους.
Αργότερα, είχα την Κυριακάτικη επανάληψη στα φροντιστήρια.
Μετά ήρθε η εποχή του δήθεν.
Ζεστός, μυρωδάτος γαλλικός καφές, εφημερίδες αγορασμένες αποβραδίς, συζήτηση για πολιτική μέχρι να γίνει το ρόστο.
Κάποια στιγμή όμως χάθηκε η Κυριακή. Έγινε μια μέρα σαν τις άλλες, απλά προσπαθούσα να στριμώξω μέσα της, δουλειές που δεν είχα κάνει όλη την εβδομάδα. Εφτά, τελεία και όχι πέντε σύν δύο.
Σαν να μην υπάρχει χρόνος ονοματισμένος (και αναθεματισμένος), δευτέρες, τρίτες, τετάρτες… Που δεν θάπρεπε να υπάρχουν, μια και οι μέρες μέσα μας είναι όλες ίδιες…
ήρθα και ξάπλωσα δίπλα σου.