..δεν μπόρεσα ούτε τούτη τη φορά..

Ανοίγω τέρμα τα πανιά, στο απογεματινό αεράκι,
βαδίζω σε μονοδρόμους, στο νού μου χαραγμένους,
τους παραδείσους ψάχνοντας που δεν θα ξαναφτιάξω,
έχοντας κόψει θαρρετά, λώρους του παρελθόντος,
κολύμπι στα βαθειά νερά της κάθε Αλησμόνας.

Καλή μου μοίρα, μην τηράς, εκεί ψηλά στημένη,
γυλιό με πέτρες ολόγιομο, του κάθε μου παρόντος,
ώμο να στρέψω δεν μπορώ, για πάντα να σε διώξω.
Στις στροφιλιές μαύρου βουνού, θέλω να περπατήσω,
να βρω το φώς, κάπου ψηλά, σαν φλεγομένη βάτος,
σαν Προμηθέας σύγχρονος να το ακατεβάσω,
μέσα σε τούτο να καώ, να σβήσω επιτέλους.

ήταν κάποτε μια λέξη, που λεγόταν “Λυκαυγές”.
Ανάβλυσε, ειπώθηκε, αγαπήθηκε.
Και μετά ήρθε ο ήλιος..
Φώτισε σχεδόν τα πάντα, δημιουργώντας σκληρές σκιές, καίγοντας ευαίσθητες σάρκες.
Και ύστερα η αξημέρωτη Νύχτα.
Και το Λυκαυγές έμεινε στις γραφές.. ανάμνηση που σβήνει..

Την πλήρη σκέψη, μπορείτε να την διαβάσετε εδώ.

Αφήστε μια απάντηση