Η πρώτη νυχτερινή διαδρομή με την βαριά μοτοσυκλέτα,
συνεχίζονταν για λίγο ακόμα,
εσύ δούλευες πρωί,
ήθελα όμως να αφήσουμε τα χνάρια μας νωπά στους πρωινούς διαβάτες,
τρέχαμε αγκαλιά,
εγώ με το τιμόνι, εσύ με εμένα,
πότε ήσυχα, πότε μανιασμένα,
ήσουν κολλημένη επάνω μου, αφοσιωμένα δεμένη, σαν ελαφρύ σακκίδιο,
το μόνο που ένοιωθα ήταν τα χέρια σου στη μέση μου.
Χωρίσαμε τα χαράματα,
με δάκρυα στα μάτια,
ακόμα και σήμερα δεν ξέρει κανείς μας αν ήταν το κρύο
ή η συγκίνηση του να αναβιώνεις κάτι μετά απο χρόνια.
Γύρισα μόνος σπίτι, πάρκαρα την βαριά μοτοσυκλέτα και ανέβηκα.
με μιά αίσθηση κενού.
ήθελα και άλλο..