Προσπέρασες τον Ιούλη χωρίς ντροπή.
Ήθελες να με δεις.
Αύγουστος ήρθε κι έφυγε μαζί μου.
Πεθύμησα να δω το ηλιοβασίλεμα,
σαν να κοιτάζω τις σημειώσεις κάποιου άλλου
σ’ ένα γραφείο
με σκόνη
με στυλό παρατημένα.
Καλοκαίρι μύριζε ακόμη.
Κι εγώ να ανακατεύω τις σημειώσεις κάποιου άλλου,
ψάχνοντας αναπτήρα για το σβησμένο μου τσιγάρο.
Στο γραφείο
με το φως του ήλιου να μ’ αφήνει.
Σ’ ένα μικρό χαρτάκι έγραψες
«Στην τελική τι είναι ο έρωτας;
Ο ιδρώτας μου,
το δάκρυ σου.
Οι ανάσες μας που έσβησαν στη θέρμη του καλοκαιριού …»
Κάτω από αυτό ο αναπτήρας,
φαίνεται τον ξέχασες.