της Όλγας Σταματοπούλου*
Όταν δεν είσαι εδω…
Απορρυθμίζονται τα ρολόγια του σύμπαντος, γυρνάει ο χρόνος άναρχα, μια πίσω, μια μπρος, ξημερώνει νύχτα, νυχτώνει μέρα.
Τα πράγματα γύρω κινούνται, σαν κακοραμμένα σκηνικα, σε τροχαλίες, ίδιες επαναλαμβανόμενες εικόνες, δίχως κανένα νόημα.
Κι εγώ στη μέση, ξεχασμένος θεατής, πιάνω το στέρνο μου που υποφέρει.. Την καρδιά μου..
Μέχρι πρότινος, άμορφο κατασκεύασμα, χιλιομπαλωμένο με τρύπια υφάσματα, ξύλα απ τα σκουπιδια, κολλημενα μεταξύ τους, με στραβωμένες πρόκες κι ενα σωρό κενά και ανοίγματα.. στάχτη στα τοιχώματα, μυρωδιά στοιχειωμένη..
Κι ήρθες εσύ.. με κοίταξες.. Κι έπεσε μεμιάς σπόρος μαγικός, σαν του παραμυθιού.. και φύτρωσε σε μιά νύχτα, όχι φασολιά, αλλά κισσός αναρριχώμενος.. που πύκνωσε και έσπασε τα μπαλώματα.. και έγινε το παλιό λίπασμα γιά το καινούργιο, κι έγινε καρδιά πράσινη, μοσχοβολιστή, ολοζώντανη..
Κι όπως στο παραμύθι, έγινε σκάλα να με πάει σε μέρη μαγικά.. στα μάτια σου, στη μυρωδιά σου, στη γεύση σου, στην αγκαλιά σου, στο σώμα σου, στο μυαλό σου, στην καρδιά σου, στην ψυχή σου, μεσα σου, μεσα μου, τα ματια σου..
Κι έδεσα κλωνάρι από το φυτό επάνω σου, δεν ξέρω πως να το κουμαντάρω.
Και φεύγεις απότομα και σπάει και φτερουγάει άρρυθμα η καρδιά μου.. κι οταν έρχεσαι δενω άλλο.. και γίνεσαι ήλιος, χώμα και νερο.. και βλασταίνω και πυκνώνω και ανθίζω.. μα ύστερα πάλι φεύγεις..
Κι όταν δεν είσαι εδώ..
όταν εδώ δεν είσαι..
δεν ξέρω γιατί υπάρχω..
*η Όλγα Σταματοπούλου είναι φίλη και το έγραψε αυτο, σε μια δύσκολη στιγμή, όταν της πρότεινα να πατήσει την πληγή, να βγει το στάσιμο αίμα..