Στη ζωή έβρισκα συχνά σταυροδρόμια.
Σ’ ‘ενα απ’ αυτά, υπήρχε μια μεγάλη ανηφόρα.
Καλά φωτισμένη, βρισκόταν εκεί, αναπάντεχα, μπροστά μου.
Ήξερα όμως, τι έκρυβε στο διάβα της.
Το σίγουρο ήταν πως παρά τις δυσκολίες της -σίγουρα δε θα μ’ απογοητεύε.
Υπάρχουν και άλλοι δύο δρόμοι, είπα.
Αυτός απ’ τον οποίο έχω έρθει και ένας, όχι καλά φωτισμένος, που κατηφορίζει.
Ο τελευταίος βγάζει στο φουρτουνιασμένο πέλαγος,
-ακούω τη θάλασσα σα τις σειρήνες, μελωδικά να με καλεί.
Ποιό δρόμο ακολούθησα;
Την ανηφόρα; Δεν σ’ απογοητεύει, αλλά
Μήπως είχα γυρίσει πίσω; Μπα! Ό, τι υπήρχε πίσω, το ‘χα ήδη ζήσει.
Η ανηφόρα ήταν κουραστική, αλλά είχε θέα, έβλεπες μέχρι και τη θάλασσα, αλλά
Ο τελευταίος ασκούσε όλη τη γοητεία πάνω μου, προτίμησα να ρισκάρω και να δω τη θάλασσα από κοντά, παρά από τη σιγουριά μιας απόστασης.
Κι έτσι ακολούθησα το πιο σκοτεινό δρόμο, εκείνου του έρωτα, που μπορεί να με βγάλει στη θάλασσα με τα κύματά της.
Στα σκοτάδια του μπορεί να ανακαλύψεις θάμματα κρυμμένα.
Αυτόν το δρόμο διάλεξα, για ‘σένα. Για ‘μένα.
Εύκολος, όμορφος, ήσυχος δεν ήταν!
Ήταν όμως, γεμάτος από τον έρωτα και τη φαντασία της θάλασσας.
Πλανεύτηκα.
Βγήκα στη θάλασσα σου, μαγεύτηκα από το ολόγιομο φεγγάρι σου.
Θέλησα να κολυμπήσω ολόγυμνη στα νερά σου, πάλεψα με τα κύματά σου.
Προσπάθησα να αντισταθώ στην έλξη σου μα μάταια, αφού πνίγηκα σ’ ένα και μόνο λυγμό σου.
Έπεσα νεκρή στο βυθό σου.
Κείτομαι παγωμένη στο πάτο
-σαν ένα θεϊκό χέρι να έβαλε σχεδόν ευλαβικά επίτηδες εκεί-
και ακούω τη μελωδία των μοιρολογιών σου να πάλλονται
στα κύματα των αναμνήσεων μας.