Στον σταθμό

Πατημασιές σε αόρατο χιόνι.
Γκρι–απόντος λευκού.
Κυλιόμενες σκάλες σε ανηφορική τροχιά.
Ψευδαίσθηση.

Με ηλεκτρισμένες παλάμες
σε εφαπτόμενες τελείες
ταρακουνάς το όνειρο.

Πράσινος μονόδρομος και βρέχει.
Μπροστά από το τζάμι
μια αμφίβολη ύπαρξη
καταριέται την τύχη της
ανάμεσα σε νοτισμένα μπαγάζια.

Ακίνητος.
Με μουδιασμένο μυαλό,
με σκοροφαγωμένα φύλλα
και πνιγμένη ανάσα.

Κοιτάζεις κι ας μην το θες.
Πίσω από το τζάμι,
τον αδιέξοδο γκρεμό.
Και ουρλιάζεις
με σφαλισμένα πνευμόνια.

Γιατί ο αέρας σου φεύγει μαζί της.

Αφήστε μια απάντηση